- ευωδιάζω
- ευώδιασα, ευωδιασμένος, μοσχοβολώ, βγάζω ευχάριστη μυρωδιά, μοσκομυρίζω: Τα αγριολούλουδα ευώδιαζαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευωδιάζω — ευωδιάζω, ευωδίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευωδιάζω — (ΑΜ εὐωδιάζω) [ευωδία] 1. αναδίδω ευωδιά, μυρίζω όμορφα, μοσχοβολώ 2. (μτβ.) προσδίδω ευωδιά σε κάποιον ή σε κάτι, τόν κάνω να μοσχοβολά («γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της», Σολωμ.) αρχ. παθ. εὐωδιάζομαι μοσχοβολώ … Dictionary of Greek
εὐωδιάσει — εὐωδιάζω have a sweet savour aor subj act 3rd sg (epic) εὐωδιάζω have a sweet savour fut ind mid 2nd sg εὐωδιάζω have a sweet savour fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωδιάσω — εὐωδιάζω have a sweet savour aor subj act 1st sg εὐωδιάζω have a sweet savour fut ind act 1st sg εὐωδιάζω have a sweet savour aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωδιάζει — εὐωδιάζω have a sweet savour pres ind mp 2nd sg εὐωδιάζω have a sweet savour pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωδιάζομεν — εὐωδιάζω have a sweet savour pres ind act 1st pl εὐωδιάζω have a sweet savour imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωδιάζον — εὐωδιάζω have a sweet savour pres part act masc voc sg εὐωδιάζω have a sweet savour pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωδιάζοντα — εὐωδιάζω have a sweet savour pres part act neut nom/voc/acc pl εὐωδιάζω have a sweet savour pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωδιάζουσι — εὐωδιάζω have a sweet savour pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐωδιάζω have a sweet savour pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωδιάζουσιν — εὐωδιάζω have a sweet savour pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐωδιάζω have a sweet savour pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)